ενέδρα — η (AM ἐνέδρα) 1. παραφύλαξη, καρτέρι («ἅμα δὲ τοῑς πολεμίοις ἐνέδραι κατασκευάζονται», Ξεν.) 2. απάτη, επιβουλή («δόλου καὶ ἐνέδρας πλήρης», Πλάτ.) αρχ. 1. θέση, τοποθέτηση σ ένα τόπο («τῶν δὲ ναρθήκων τὰς ἐνέδρας φυλάττεσθαι», Ιπποκρ.) 2. τα… … Dictionary of Greek
αντενέδρα — ἀντενέδρα, η (Α) ενέδρα εναντίον άλλης ενέδρας … Dictionary of Greek
αντενεδρεύω — ἀντενεδρεύω (Α) στήνω ενέδρα για την εξουδετέρωση ενέδρας εναντίον μου … Dictionary of Greek
λοχίζω — (Α) [λόχος] 1. ενεδρεύω, παραφυλάω 2. τοποθετώ κάποιον ως φύλακα σε ενέδρα («δείσας μὴ κυκλωθῇ λοχίζει ἐς ὁδόν τινα κοίλην και λοχμώδη ὁπλίτας», Θουκ.) 3. περιβάλλω με ενέδρες, περικυκλώνω κάποιο μέρος με άνδρες που ενεδρεύουν («λελοχισμένον… … Dictionary of Greek
λοχαγενείς — λοχαγενεῑς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡγεμόνες, στρατηγοί, ταξιάρχαι, ἄρχοντες τῆς ἐνέδρας, οἱ συνάγοντες τοὺς στρατιώτας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφαλμένη γραφή αντί τού λοχαγερεῖς < λόχος «στρατιωτικό σώμα» + ἀγείρω «συγκεντρώνω»] … Dictionary of Greek
λοχισμός — λοχισμός, ὁ (Α) [λοχίζω] στήσιμο ενέδρας, καρτέρι, παγίδα … Dictionary of Greek
προλοχίζω — Α 1. στήνω ενέδρα εκ τών προτέρων («καὶ τὰς προλελοχισμένας ἐνέδρας διεφθείροντο», Θουκ.) 2. τοποθετώ άνδρες σε ενέδρα προηγουμένως 3. περικυκλώνω με ενέδρα και καταλαμβάνω ένα μέρος («πέμπει... τοῡ στρατοῡ μέρος τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῡντας», Θουκ … Dictionary of Greek
σκοταίος — και σκοτιαῑος, αία, ον, θηλ. και ος, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο σκοτάδι (α. «ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῑν τὸ πεδίον», Ξεν. β. «ἐνέδρας δὲ δεδιὼς σκοταίους», Πλούτ.) 2. αυτός που γίνεται στη διάρκεια τής νύχτας, πριν από … Dictionary of Greek
υποκατασκευάζω — Α 1. παρασκευάζω, ετοιμάζω κρυφά («ὑποκατασκευάζειν ἐνέδρας ἀρχήν», Ιώσ.) 2. προετοιμάζω, προπαρασκευάζω 3. συνθέτω, συντάσσω («δεῑ ὑποκατασκευάσθαι πως μᾱλλον τοῡ διαλόγου τὴν ἐπιστολήν». Δημήτρ.) 4. καθιστώ, κάνω κάποιον κάτι κατά τι… … Dictionary of Greek